- πυγῆς
- πῡγῆς , πυγήrumpfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PUGELA — Graece τὰ Πύγελα, urbs Ioniae circa Ephesum Chio opposita, vitiose Fugela; non enim quod a fugitivis fuerit condita, quod Pomponio Melae, corruptâ scriptione decepto, placuit: sed ἀπὸ τῆς πυγῆς, a natibus, nomen accepit. Nonnullos enim ex iis,… … Hofmann J. Lexicon universale
κύβδα — (Α) επίρρ. (με άσεμνη σημασία, για όρθια στάση πρωκτικής συνουσίας) σκυφτά, με το σώμα λυγισμένο από τη μέση προς τα εμπρός και το κεφάλι προς τα κάτω («ἐξελῶ σε τῆς πυγῆς θύραζε κύβδα», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κυβ (< θ. κυπτ τού κύπτω,… … Dictionary of Greek
πληκτίζομαι — Α 1. διαπληκτίζομαι, φιλονικώ («αργάλεον δὲ πληκτίζεσθ ἀλόχοισι Διός», Ομ. Ιλ.) 2. χτυπάω με τα χέρια μου το στήθος θρηνολογώντας, στηθοδέρνομαι («κόμην τίλλουσα γόῳ πληκτίζετο μήτηρ», (Ανθ. Παλ.) 3. μτφ. κάνω ζωηρά ερωτικά παιχνίδια, σεξουαλικές … Dictionary of Greek
πυγή — η, ΝΑ 1. Ο πρωκτός μαζί με τους γλουτούς, ο πισινός, τα πισινά, ο κώλος (α. «ἐγὼ δὲ σ ἐξελῶ σε τῆς πυγῆς θύραζε κύβδα», Αριστοφ. β. «παίων καὶ παιόμενον νάρθηκι εἰς τὰς πυγάς», Λουκ.) 2. η ουρά («σεισοπυγίς... παρὰ τὸ σείειν τὴν πυγήν, ὅ ἐστι τὴν … Dictionary of Greek